- οστεομαλακία
- (Ιατρ.). Πλημμελής ασβεστοποίηση των οστών, εξαιτίας ελαττωματικής εναπόθεσης αλάτων ασβέστιου στην οστεοειδή ουσία, που οφείλεται σε ανεπαρκή περιεκτικότητα των οργανικών υγρών σε φωσφόρο και ασβέστιο. Η ο. μπορεί να είναι δευτεροπαθής από ελαττωμένη εντερική απορρόφηση του ασβέστιου, από αυξημένη αποβολή του ασβέστιου δια των νεφρών, ή, σπάνια, μετά την αφαίρεση αδενώματος των παραθυρεοειδών αδένων. Τα πιο χαρακτηριστικά συμπτώματα της ο. είναι πόνος αυτόματος ή προκλητός, μυϊκή αδυναμία, και, επί υπασβεστιαιμίας, εμφάνιση κρίσεων τετανίας. Η θεραπευτική αντιμετώπιση της πάθησης στηρίζεται στη χορήγηση ισχυρών δόσεων ασβέστιου και βιταμίνης D.
* * *και οστεομαλακυνσία και οστεομαλάκυνση, ηιατρ. απασβεστωτική νόσος τών οστών με ελάττωση τού επιπέδου τού ασβεστίου και τού φωσφόρου στο αίμα, νόσος που μπορεί να θεραπευθεί με χορήγηση βιταμίνης D.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteomalacia < ὀστέον / ὀστοῦν + -μαλακία (< μαλακός). Ο τ. ὀστεομαλακία μαρτυρείται από το 1849 στον Ν. Κωστή].
Dictionary of Greek. 2013.